- κοκκιδιοειδομυκητίαση ή κοκκιδιοειδομύκωση
- Σοβαρή ασθένεια, η οποία προσβάλλει τον άνθρωπο και τα βοοειδή και οφείλεται στους κοκκιδιοειδείς μύκητες. Όταν ο καιρός είναι ξηρός, οι μύκητες αυτοί μεταφέρονται μακριά από τις σχεδόν έρημες περιοχές όπου αφθονούν και εισχωρούν στον οργανισμό μέσω της αναπνοής. Η ασθένεια προκαλεί πνευμονικές ή γενικές παθήσεις, ενώ η γενικευμένη μορφή της είναι συχνά θανατηφόρα. Ενώ αρχικά η κ. εντοπιζόταν στην Καλιφόρνια, αργότερα εξαπλώθηκε σε όλη τη Γη. Θεραπεύεται φαρμακευτικά και χειρουργικά.
Dictionary of Greek. 2013.